historical factors. The diminished population of Macedonia's large cities, particularly Thessaloniki, was appreciably swelled in the late fifteenth and early sixteenth centuries by what was for the time a considerable number of Jewish refugees from Western Europe, as also Greek migrants from neighbouring areas (such as Halkidiki, for instance). Furthermore, the Christian population of eastern and central Macedonia, which had been decimated during the early days of the Turkish conquest, was considerably strengthened by the arrival of farmers and stock-breeders from other parts of the Greek peninsula, such as Epirus, Thessaly, and Central Greece.

These developments coincided with favourable circumstances of a more qeneral nature: the expansion of West European economic activity into the markets and ports of the Greek Levant and the creation of suitable conditions for the development of inter-Balkan trade. The Macedonians rose to these historic challenges by increasing their agricultural output and re-activating their traditional craft industries. Indeed, from the beginning of the eighteenth century onwards, the merchants of Macedonia, particularly western Macedonia, took their retail businesses far beyond the bounds of Hellenic territory and the Ottoman state in order to conquer the major commercial centres of the northern Balkans and Central Europe. The long ages of domination by a people of a different faith could not distort the basic features of Macedonian history. And this is illustrated by the fact that, despite the dangerous demographic losses of the early years of Turkish rule,

ιστορικούς παράγοντες. Ο εξουθενωμένος καταρχήν πληθυσμός των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε σημαντικά στο τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα με την άφιξη υπολογίσιμου (με τα μέτρα της εποχής) αριθμού Εβραίων φυγάδων από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και Ελλήνων μετοίκων από γειτονικά μέρη (Χαλκιδική κλπ.). Εξάλλου, το αποδεκατισμένο από τις περιπέτειες της πρώτης περιόδου της τουρκικής κατάκτησης χριστιανικό στοιχείο της ανατολικής και της κεντρικής Μακεδονίας ενισχύθηκε αρκετά με τις μετεγκαταστάσεις αγροτών και κτηνοτρόφων από άλλες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου (την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα).

Οι εξελίξεις αυτές συνέπεσαν με γενικότερες ευνοϊκές συγκυρίες: με την επέκταση της δυτικοευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας στις αγορές και τις "σκάλες" της ελληνικής Ανατολής και με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη του διαβαλκανικού εμπορίου. Στις ιστορικές εκείνες "προκλήσεις" οι Μακεδόνες ανταποκρίθηκαν θετικά, αυξάνοντας τη γεωργική τους παραγωγή και επαναδραστηριοποιώντας τις παραδοσιακές τους βιοτεχνίες. Από τις αρχές μάλιστα του 18ου αιώνα οι "πραγματευτάδες" της Μακεδονίας, ιδιαίτερα της δυτικής, θα ξεπεράσουν τα όρια του ελληνικού χώρου και της οθωμανικής επικράτειας, για να "κατακτήσουν" με τις μεταπρατικές τους "κομπανίες" τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της βόρειας Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης. Η αλλόθρησκη και εξαιρετικά μακρόχρονη κυριαρχία δε στάθηκε ικανή να παραμορφώσει τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας της Μακεδονίας. Είναι μάλιστα ενδεικτικό το γεγονός ότι, παρά την επικίνδυνη δημογραφική αιμορραγία των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας